- υποπαχύνομαι
- Αγίνομαι πυκνός ως προς τη σύσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + παχύνομαι «χοντραίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπαχύνεται — ὑποπαχύ̱νεται , ὑποπαχύνομαι grow thick aor subj mp 3rd sg (epic) ὑποπαχύ̱νεται , ὑποπαχύνομαι grow thick pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)